- γλοβουλίνες
- Μεγαλομοριακές πρωτεΐνες, που υπάρχουν στους ζωικούς και φυτικούς ιστούς. Η ονομασία τους οφείλεται στο σφαιρικό σχήμα τους, που μπορεί όμως να είναι και ανώμαλο. Είναι διαλυτές στο νερό ή σε αραιά διαλύματα αλάτων. Οι γ. έχουν την ιδιότητα να πήζουν με τη θέρμανση ή την παρουσία ασθενούς όξινου διαλύματος και να σχηματίζουν ίζημα. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται μετουσίωση και συνίσταται σε αλλαγή στη δομή των γ., στη διαλυτότητά τους, καθώς και στις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες, με αποτέλεσμα να χάνεται η βιολογική τους δράση. Οι γ. έχουν χαρακτήρα ελαφρά όξινο και κατά την υδρόλυσή τους δίνουν αμινοξέα και μικρές ποσότητες αμμωνίου, όζοντος και οζαμινών. Διακρίνονται σε ευγλοβουλίνες, που είναι αδιάλυτες στο αποσταγμένο νερό και διαλυτές μόνο όταν προστεθεί σε αυτό έστω και ελάχιστη ποσότητα ηλεκτρολύτη, και ψευδογλοβουλίνες που είναι διαλυτές στο αποσταγμένο νερό. Στις ζωικές γ. ανήκουν η μυοσίνη, τα περισσότερα ένζυμα, οι πρωτεϊνες του ορού του αίματος κ.ά Ο διαχωρισμός των τελευταίων με ηλεκτροφόρηση δίνει τα εξής κλάσματα: λευκωματίνη (ή αλβουμίνη), α1-σφαιρίνες, α2-σφαιρίνες, β-σφαιρίνες (όπου ανήκει το ινωδογόνο που παίζει σημαντικό ρόλο στην πήξη του αίματος) και γ-σφαιρίνες (που περιλαμβάνουν τα αντισώματα, τα οποία είναι υπεύθυνα για την άμυνα του οργανισμού). Στις φυτικές ανήκουν η βικιλλίνη, η αραχίνη, η εδεστίνη κ.ά. Οι γ. ονομάζονται και σφαιρίνες.
Dictionary of Greek. 2013.